- πολυταλάντων
- πολυτάλαντοςworth many talentsmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαινίς — μελαινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. η Μελαινίς προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.) 2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που τό… … Dictionary of Greek